συνειργνυμι

συνειργνυμι
    συνείργνυμι
    συν-είργνῡμι
    1) заключать, запирать вместе
    

(εἰς θάλαμόν τινα, ἐν δεσμῷ συνειργμένος Plut.)

    2) соединять, сочетать
    

(τινί Plut.)

    οἱ συνειργνύμενοι Plut. — новобрачные


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συνειργνυμι" в других словарях:

  • συνείργνυμι — Α (αττ. τ.) βλ. συνέργω …   Dictionary of Greek

  • συνειργνυμένοις — συνείργνυμι pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνειργνύμενοι — συνείργνυμι pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνειργνύμενος — συνείργνυμι pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνειργνύναι — συνείργνυμι pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνείργνυτο — συνείργνυμι imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»